κατωκάρα

κατωκάρα
κατωκάρα
1 head down οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται (-καρᾳ Herodian.) fr. 161.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατωκάρα — (Α) επίρρ. με το κεφάλι προς τα κάτω («κατωκάρα κρέμαιτο», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + κάρα «κεφαλή»] …   Dictionary of Greek

  • κατωκάρα — head downwards indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”